ὀμιχλώδους

ὀμιχλώδους
ὀμιχλώδης
mist-like
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομιχλώδης — ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, ῶδες) [ομίχλη] γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.) νεοελλ. φρ. «ομιχλώδης έρημος» γεωλ. περιοχή τής χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια τού έτους αλλά δέχεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”